Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009
Panopticon, Λάμπρου Κ. - Τσιλιμπάρης Δ.
"Morals reformed— health preserved — industry invigorated — instruction diffused — public burthens lightened — Economy seated, as it were, upon a rock — the gordian knot of the poor law not cut, but untied — all by a simple idea in Architecture!
(Jeremy Bentham. panopticon. In Miran Bozovic (ed.),
The Panopticon Writings, London: Verso, 1995, 29-95.)
Το Πανοπτικό είναι ένας τύπος κτιρίου-φυλακής που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Jeremy Bentham το 1785. Η ιδέα του σχεδιασμού επιτρέπει την συνεχή επίβλεψη (-opticon) όλων ( pan-) των κρατουμένων.
Η αρχή του διαχωρισμού του χώρου σε ατομικά κελιά εφαρμόζεται για πρώτη φορά στη φυλακή του Ghent το 1775. Η πρώτη, ωστόσο, ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική έκφραση των πειθαρχικών μεθόδων και τακτικών είναι το Πανοπτικό του Jeremy Bentham[1], το οποίο παρουσιάστηκε στο κοινό το 1791.
Το Πανοπτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί «[…] χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις εγκαταστάσεις στις οποίες ένας αριθμός ανθρώπων θα τεθεί υπό επιτήρηση σε έναν χώρο όχι πολύ μεγάλο για να καλυφθεί από κτήρια. Όσο διαφορετικός ή αντίθετος και να είναι ο σκοπός: είτε για να τιμωρηθούν οι αδιόρθωτοι, να φυλαχθούν οι άφρονες, να αναμορφωθούν οι φαύλοι, να επιβεβαιωθούν οι ύποπτοι, να εργαστούν οι άεργοι, να διατηρηθούν οι αβοήθητοι, να περιθαλπτούν οι άρρωστοι, είτε για να διδαχθούν οι πρόθυμοι σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας, ή να εκπαιδευτεί η ανερχομένη γενιά στο δρόμο της εκπαίδευσης: με μια λέξη, είτε να εφαρμοστεί στους αιώνιους φυλακισμένους στο δωμάτιο του θανάτου είτε στους προφυλακισμένους που περιμένουν τη δίκη είτε σε αναμορφωτήρια είτε σε κάτεργα είτε σε βιοτεχνίες είτε σε τρελοκομεία, είτε σε νοσοκομεία είτε σε σχολεία»[2].
Μία πολύ απλή (φαινομενικά) αρχιτεκτονική λύση δίνει την απάντηση στο ζήτημα της επιτήρησης. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό οικοδόμημα, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται τα κελιά των τροφίμων (των ασθενών, των εργατών, των μαθητών και οποιουδήποτε άλλου επιτηρούμενου ατόμου), ενώ στο κέντρο του βρίσκεται ο πύργος των επιτηρητών, ο οποίος διαθέτει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς τα κελιά. Τα κελιά, ωστόσο, δε μοιάζουν με τα παραδοσιακά μπουντρούμια. Διαθέτουν δύο παράθυρα, ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό. Το εσωτερικό αντιστοιχεί σε ένα από τα παράθυρα του πύργου ενώ το εξωτερικό αφήνει το φως να διαπεράσει το κελί. Παράλληλα, ο κεντρικός πύργος ελέγχου διαθέτει, πέρα από τα σκίαστρα στα παράθυρα, και διαχωριστικά στο εσωτερικό του τέτοια, ώστε να μην προδίδουν την παρουσία του επιτηρητή. Με άλλα λόγια, Το κελί διακρίνεται από πλήρη διαφάνεια ενώ ο πύργος ελέγχου από πλήρη συσκότιση. Ο επιτηρούμενος δε γνωρίζει πότε επιτηρείται.
Ο κρατούμενος στο Πανοπτικό είναι πάντα «…αντικείμενο μιας πληροφόρησης αλλά ποτέ υποκείμενο μιας επικοινωνίας»[3]. Καταρχάς, είναι μόνιμα ορατός και τοποθετημένος ακριβώς απέναντι από τον επιτηρητή, κάτι που επιτρέπει την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώρισή του. Ταυτόχρονα, η αξονική τοποθέτηση του κελιού σε συνδυασμό με τους πλάγιους τοίχους του εμποδίζουν κάθε πλάγια ορατότητα από το εσωτερικό του. «Από την άποψη του φύλακα, το πλήθος αντικαθίσταται από μια πολλαπλότητα αριθμήσιμη και ελέγξιμη· από την άποψη των κρατουμένων, από μια μοναξιά εγκάθειρκτη και επιτηρούμενη»[4]
Η αδιαφάνεια του πύργου ελέγχου έχει, όμως, άλλο σκοπό. Ο ίδιος ο Bentham υποστήριζε πως η εξουσία πρέπει να είναι ορατή και ανεξέλεγκτη[5] και το Πανοπτικό λειτουργεί ακριβώς έτσι. Ο κρατούμενος, αν και βλέπει διαρκώς το σημείο απ’ όπου παρακολουθείται, δεν μπορεί ποτέ να ξέρει αν πραγματικά συμβαίνει αυτό και πότε. Πρέπει, όμως, να είναι σίγουρος πως παρακολουθείται κάθε στιγμή. Ο κρατούμενος γίνεται με αυτόν τον τρόπο η βάση της ίδιας του της καθυπόταξης, επωμίζεται ο ίδιος τους καταναγκασμούς της εξουσίας και τους προσαρμόζει αυθόρμητα στον εαυτό του. Μέσα στο Πανοπτικό τα αποτελέσματα της επιτήρησης μονιμοποιούνται, είτε αυτή ασκείται συνεχώς είτε όχι. «…η τελειότητα της εξουσίας να τείνει στο να καθιστά περιττή τη συγκεκριμένη άσκησή της», γράφει ο Foucault. «…το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί· κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μιαν εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς»[6].
Το ακριβές σχέδιο του Bentham δεν υλοποιήθηκε ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η γενική του μορφή δε μελετήθηκε διεξοδικά σε Ευρώπη και Αμερική. Στην πρακτική του εφαρμογή παρουσιάστηκαν πολύ σοβαρά ελαττώματα. Η θεμελιώδης αρχή του, αυτή της διαφάνειας, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε μία μεγάλη κλίμακα, αφού το ένα τρίτο των κελιών ήταν χωρίς ήλιο, με συνέπεια να μην υπάρχει καλή οπτική επαφή μεταξύ του κεντρικού πύργου ελέγχου και των κελιών[7]. Επιπλέον, ο εγκλεισμός δεν μπορούσε να γίνεται σε συνθήκες απομόνωσης, κάτι που κρίθηκε απαραίτητο για όλες σχεδόν τις φυλακές από το 19ο αιώνα και μετα.
[1] Η ιδέα του Πανοπτικού ανήκει στον αδελφό του Jeremy Bentham, Samuel, ο οποίος σκόπευε αρχικά να την εφαρμόσει σε μεγάλα εργαστήρια και βιοτεχνίες. Ο Jeremy Bentham έδωσε μορφή στην ιδέα του αδελφού του, δημιουργώντας παραλλαγές του ίδιου κτηρίου και δημοσιεύοντάς τις στο βιβλίο του Panopticon: or, the Inspection-House το 1787. Το βιβλίο κυκλοφορεί ακόμα από διάφορους εκδοτικούς οίκους.
[2] J. Bentham, σελ 40
[3] Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 265
[4] Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 266
[5] Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 266
[6] Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 266
[7] Winfried Reebs, Φυλακές και αρχιτεκτονική, Α/μηχανία 1988, σελ. 22